- μειλικτήριος
- μειλικτήριοςable to soothemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μειλικτήριον — μειλικτήριος able to soothe masc/fem acc sg μειλικτήριος able to soothe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτηρίοις — μειλικτήριος able to soothe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτηρίους — μειλικτήριος able to soothe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτήρια — μειλικτήριος able to soothe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτικός — μειλικτικός, ή, όν (Α) [μειλικτός] ο μειλικτήριος*. επίρρ... μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο … Dictionary of Greek